ανακράκτης

ανακράκτης
ἀνακράκτης, ο (Α)
[ἀνακράζω]
αυτός που φωνάζει δυνατά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ανακράζω — (Α ἀνακράζω) φωνάζω δυνατά, κραυγάζω αρχ. (για ζώα) βγάζω τη χαρακτηριστική κραυγή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * επιτ. + κράζω. ΠΑΡ. αρχ. ἀνακράκτης νεοελλ. ανάκραγμα, ανακραξιά] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”